Η ορολογία HLA προέρχεται από το «Human Leukocyte Antigen»
που μεταφράζεται σε ανθρώπινα λευκοκυτταρικά αντιγόνα. Τα αντιγόνα αυτά
είναι πρωτεϊνικά μόρια τα οποία κληρονομούμε από τους γονείς μας. Είναι
σημαντικό στη μεταμόσχευση οργάνων να καθορίζεται πόσο «συμβατά» είναι τα HLA
του υποψήφιου λήπτη με τα HLA του δότη του οργάνου. Ο βαθμός της «συμβατότητας»
μεταξύ δότη και λήπτη καθορίζεται από τον αριθμό των HLA μορίων που οι δύο
αυτοί άνθρωποι έχουν κοινά. Η HLA συμβατότητα συνήθως στηρίζεται σε 6 HLA
μόρια. Όσο περισσότερα κοινά αντιγόνα έχουν δύο άτομα τόσο καλύτερη είναι και η
συμβατότητα. Ο πιο πιθανός τρόπος να βρεθούν δύο «συμβατά» άτομα είναι μεταξύ
αδελφών. Εάν δύο αδέλφια έχουν κληρονομήσει τα ίδια HLA και από τους δύο γονείς
θεωρούνται «ταυτόσημα». Ωστόσο και δύο μη συγγενή άτομα μπορεί να τύχει να
έχουν καλή HLA συμβατότητα. Πριν ανακαλυφθούν ισχυρά φάρμακα (τα λεγόμενα
ανοσοκατασταλτικά) που εμποδίζουν την απόρριψη του ξένου μοσχεύματος από το
σώμα του λήπτη, η HLA συμβατότητα ήταν πολύ σημαντικός παράγοντας για την
επιτυχία της μεταμόσχευσης.
Σήμερα έχουμε πολύ καλά αποτελέσματα ακόμα και μεταξύ μη σημαντικά
συμβατών δοτών – ληπτών λόγω των ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων που βελτιώνονται
με τα χρόνια. Για το λόγο αυτό η άριστη «συμβατότητα» δεν είναι τόσο σημαντική
για την επιτυχία της μεταμόσχευσης οργάνου, διευρύνοντας τις μεταμοσχευτικές
μας δυνατότητες.
Τι είναι τα HLA
«αντισώματα» και πώς μπορούν να εμποδίσουν μια μεταμόσχευση
Τα αντισώματα HLA είναι πρωτεΐνες που ανιχνεύονται στο αίμα
μερικών υποψήφιων ληπτών και ενδέχεται να εμποδίζουν την επιτυχή μεταμόσχευση.
Τα αντισώματα HLA μπορεί να επιτεθούν στο μόσχευμα και να οδηγήσουν στην
απόρριψη του μοσχεύματος. Για το λόγο αυτό όλοι οι ασθενείς που εντάσσονται σε
λίστα μεταμόσχευσης ελέγχονται για τα αντισώματα HLA που μπορεί να έχουν. Οι
άνθρωποι αναπτύσσουν HLA αντισώματα μετά από κυήσεις, μεταγγίσεις αίματος ή
προηγούμενη μεταμόσχευση, όταν δηλ. έχουν έρθει σε επαφή με κύτταρα άλλων
ανθρώπων. Όταν αυτά τα αντισώματα ανιχνεύονται τότε λέμε ότι ο ασθενής είναι
«ευαισθητοποιημένος» δηλ. υπάρχει πιθανότητα ο οργανισμός του να λειτουργήσει
απορριπτικά σε ένα, εκ πρώτης όψεως, συμβατό μόσχευμα.
Τα επίπεδα των HLA αντισωμάτων αναφέρονται ως PRA (Panel Reactive
Antibody). Το PRA μας λέει απέναντι σε τι ποσοστό από το γενικό πληθυσμό ο
ασθενής έχει HLA αντισώματα και μας δίνει μια καλή πληροφορία για το πόσο
εύκολο είναι για τον ασθενή αυτό να βρεθεί ένας συμβατός δότης. Η παρουσία στον
ασθενή αντισωμάτων με ειδικότητα στα HLA μόρια του δότη δημιουργεί ένα
πραγματικό πρόβλημα στην απόφαση και την έκβαση της μεταμόσχευσης. Για να
αντιμετωπισθεί αυτό το πρόβλημα πολλά μεταμοσχευτικά κέντρα έχουν αναπτύξει
διάφορες μεθόδους απομάκρυνσης των αντισωμάτων (απευαισθητοποίηση)
συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ενδοφλέβιας ανοσοσφαιρίνης (IVIg),
πλασμαφαιρέσεων ή νέων φαρμάκων, που καταστρέφουν τα κύτταρα που παράγουν τα
αντισώματα. Δυστυχώς, η αντίδραση των ασθενών δεν είναι πάντα επιτυχής και η
μείωση των αντισωμάτων είναι πρόσκαιρη. Αυτό συμβαίνει γιατί οι θεραπείες αυτές
οδηγούν στην μερική μείωση της αντίδρασης στα HLA μόρια του δότη. Ο στόχος της
θεραπείας που ελαττώνει τα αντισώματα είναι να ελαττωθούν προσωρινά τα
αντισώματα και να δημιουργηθεί ένα «παράθυρο» ώστε να καταστεί δυνατή η
μεταμόσχευση.
Η δοκιμασία ιστικής διασταύρωσης (HLA crossmatch)
Το HLA crossmatch (διασταύρωση) είναι ένα από τα σημαντικότερα
τέστ που κάνουμε πριν μία μεταμόσχευση οργάνου. Στην πραγματικότητα το
crossmatch θεωρείται σαν ένα μικρό τεστ μεταμόσχευσης που γίνεται «έξω από το
σώμα». Η εξέταση crossmatch μας δίνει πληροφορίες σχετικά με την πιθανότητα
απόρριψης πριν το όργανο μεταμοσχευθεί στο σώμα του ασθενούς και καθορίζει εάν
το σώμα του ασθενούς θα δεχτεί ή εάν έχει πιθανότητες να απορρίψει το μόσχευμα.
Ένα θετικό crossmatch δείχνει ότι το ανοσολογικό σύστημα του ασθενούς έχει την
ικανότητα να επιτεθεί και πιθανόν να απορρίψει το όργανο. Ένα «αρνητικό»
crossmatch δείχνει ότι ο ασθενής δεν έχει αντισώματα στα HLA μόρια του δότη και
επομένως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η μεταμόσχευση οργάνου να είναι επιτυχής.
Επειδή λοιπόν η έκβαση του crossmatch μπορεί να επιτρέπει ή να αποτρέπει τη
μεταμόσχευση, για κάθε όργανο (ιδίως νεφρό) προς μεταμόσχευση υποβάλλονται
ταυτόχρονα στο τεστ αυτό τουλάχιστον δύο ή τρεις υποψήφιοι λήπτες, ούτως ώστε
να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος για τη βιωσιμότητα του μοσχεύματος σε περίπτωση
που ο πρώτος στη σειρά υποψήφιος κάνει θετικό crossmatch.
Η HLA συμβατότητα και ο
ρόλος της στη μεταμόσχευση
Πρωτίστως πριν τη μεταμόσχευση είναι απαραίτητος ο καθορισμός της
ομάδας αίματος του δότη και των υποψήφιων ληπτών. Όπως και σε κάθε μετάγγιση
αίματος, εάν οι λήπτες δεν είναι συμβατοί ως προς την ομάδα αίματος με τον
δότη, τότε δεν μπορεί κατά κανόνα να γίνει η μεταμόσχευση. Μεταμοσχεύσεις με
ασύμβατη ομάδα αίματος γίνονται σε λίγα εξειδικευμένα κέντρα μεταμόσχευσης και
αφορούν μεταμοσχεύσεις από ζώντα δότη. Κατόπιν τα HLA και το τεστ crossmatch
μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τη πρόγνωση μιας μεταμόσχευσης. Μας
επιτρέπουν να ταιριάξουμε τους δότες με τους καταλληλότερους υποψήφιους λήπτες
και δίνουν στους ασθενείς μας την καλύτερη ευκαιρία για επιτυχή μεταμόσχευση.
Κάθε τύπος οργάνου που μεταμοσχεύεται είναι διαφορετικός. Κάποια όργανα όπως
για παράδειγμα τα νεφρά, είναι πολύ ευαίσθητα στα HLA αντισώματα και πρέπει να
είμαστε πολύ προσεκτικοί και να αποφύγουμε να χρησιμοποιήσουμε ένα δότη που
έχει HLA μόρια εάν ο ασθενής έχει αντισώματα σε αυτά τα HLA. Άλλα όργανα όπως
το ήπαρ είναι λιγότερο ευαίσθητα και επομένως η συμβατότητα δεν είναι τόσο
σημαντική. Πάντως, για την καρδιά και τους πνεύμονες που πρέπει να
μεταμοσχεύονται πολύ γρήγορα μετά την αφαίρεση από το δότη δεν υπάρχει χρόνος
για την εύρεση του HLA φαινότυπου και το τεστ crossmatch πριν τη μεταμόσχευση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου